νεωλκῶ

νεωλκῶ
νεωλκέω
haul a ship up on land
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
νεωλκέω
haul a ship up on land
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
νεωλκός
one who hauls up a ship into dock
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεωλκώ — (Α νεωλκῶ, έω) [νεωλκός] 1. σύρω πλοίο στην ξηρά, έλκω πλοίο στο νεώλκιο («ποιησάμενοι δὲ τὴν απόβασιν ἐνταύθα καὶ νεωλκήσαντες», Πολυδ.) 2. μτφ. (σχετικά με ανθρώπινο σώμα) ανεβάζω («τὸ νενεωλκημένον ἐν τῇ κλίνῃ», Φιλόδ.) …   Dictionary of Greek

  • νεώλκηση — η [νεωλκώ] η εργασία τής ανέλκυσης πλοίου από τη θάλασσα στην ξηρά και η τοποθέτησή του πάνω σε ειδική ναυπηγική σχάρα για επισκευή …   Dictionary of Greek

  • υπερνεωλκώ — έω, Α μεταφέρω πλοίο πάνω από ισθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + νεωλκῶ «σύρω πλοίο στην ξηρά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”